- τροχαικῆς
- τροχαικόςtrochaicfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληκύθιον — ληκύθιον, τὸ (Α) [λήκυθος] 1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο 2. ονομ. τής τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο τού Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246) … Dictionary of Greek